επίχριστος

επίχριστος
-η, -ο (AM ἐπίχριστος, -ον) [επιχρίω]
αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί
αρχ.
1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα»)
2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίχριστα
οι αλοιφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίχριστος — smeared on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχριστον — ἐπίχριστος smeared on masc/fem acc sg ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίστοις — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίστων — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίστῳ — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχριστα — ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχριστοι — ἐπίχριστος smeared on masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”